Ελεύθερη η Θεσσαλονίκη μετά από οθωμανική σκλαβιά σχεδόν 5 αιώνων!
(του Νίκου Δ. – Θ. Νικολαΐδη)
Στις 26 Οκτωβρίου του 1912 τμήματα του ελληνικού
στρατού εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη,
ο μεικτός πληθυσμός της οποίας αποτελούνταν κυρίως από χριστιανούς Έλληνες, μουσουλμάνους Τούρκους και Εβραίους. Τη
«νύμφη του Θερμαϊκού» κατείχαν από τα
τέλη Μαρτίου του 1430 (επί Μουράτ Β’) οι Οθωμανοί, που, αφού την απέσπασαν -ύστερα από πολύμηνη πολιορκία-
απ’ την εξουσία των Βενετών,
εγκαθίδρυσαν εκεί τις δικές τους διοικητικές και στρατιωτικές αρχές. Μάλιστα
είχαν καταφέρει να εντάξουν το σημαντικότατο αυτό λιμάνι της Μεσογείου στην τεράστια αυτοκρατορία
τους 23 ολόκληρα χρόνια πριν αλώσουν
(29-5-1453)
και την βυζαντινή «βασιλεύουσα» πόλη, την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε για αυτούς το δεύτερο
πιο σημαντικό οικονομικό, εμπορικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο μετά από τη
νέα πρωτεύουσά τους. Στους αιώνες που κύλησαν, οι πληθυσμοί της Μακεδονίας επιχείρησαν να επαναστατήσουν
αρκετές φορές, ωστόσο οι προσπάθειές τους καταπνίγηκαν στο αίμα, μετά από
επέμβαση των πάνοπλων και καλά οργανωμένων σουλτανικών στρατευμάτων. Επιπλέον,
η σχετικά δυσχερής αναλογία μεταξύ των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων εκεί, έκανε
το εγχείρημα ακόμη πιο ανέφικτο.
Στα 1830 όταν και συστάθηκε επίσημα το
πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, τα
σύνορά του έφταναν μέχρι τη νοητή γραμμή που ένωνε τον Παγασητικό με τον Αμβρακικό
Κόλπο, πολλά χιλιόμετρα μακριά από
τους υπόδουλους ελληνικούς πληθυσμούς της ευρύτερης Μακεδονίας. Παρά τις αιματηρές τους θυσίες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Κρήτες και Μακεδόνες έβλεπαν τα όνειρά τους για ελευθερία να καταλήγουν σε
αδιέξοδο. Ο Βαυαρός βασιλιάς
(1832-1962) Όθωνας Α’ επιχείρησε
αρκετές φορές να ενισχύσει στρατιωτικά κινήματα που στόχευαν στην απελευθέρωση
των αδούλωτων αδελφών, ωστόσο συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, που τηρούσαν πιστά το
δόγμα περί διατήρησης της ακεραιότητας
της Οθωμανικής επικράτειας.
Την ίδια τακτική
ακολούθησε και ο επόμενος μονάρχης (1863-1913) ο Δανός Γεώργιος Α’, στην
αρχή με μάλλον πενιχρά αποτελέσματα. Εκτός από το «δώρο» του βρετανικού στέμματος
που θέλησε έξυπνα να απαγκιστρωθεί απ’ τα Επτάνησα παραχωρώντας τα στην Ελλάδα, η χώρα αδυνατούσε να κερδίσει το
κάτι παραπάνω όσον αφορά στην εδαφική της επέκταση. Ωστόσο στα 1881, μετά από συμφωνία μεταξύ των
ισχυρών της εποχής Αγγλίας και Γαλλίας, σχεδόν όλη η περιοχή της Θεσσαλίας μαζί και με ένα μικρό μέρος
της Ηπείρου αποδόθηκαν στην Ελλάδα. Προς
τα τέλη του ταραχώδους 19ου αιώνα, το Κρητικό ζήτημα (που υποκινήθηκε με επιπολαιότητα από την «Εθνική Εταιρεία») οδήγησε σε στρατιωτική
σύρραξη του ελληνικού βασιλείου με την –ακόμα ισχυρότατη τότε- «Υψηλή Πύλη», η οποία λίγο έλειψε να έχει
ολέθρια έκβαση και μόνο η μεσολάβηση του τότε Τσάρου της Ρωσίας απέτρεψε
τα χειρότερα! Τον «ατυχή πόλεμο»,
όπως μνημονεύεται, του 1897 διαδέχτηκε
περίοδος αναταραχών, με σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις και μεγάλη οικονομική
δυσπραγία.
Με την έναρξη,
σχεδόν, του νέου αιώνα, Ελλάδα και Βουλγαρία ξεκίνησαν έναν ακήρυχτο και
ανηλεή μεταξύ τους πόλεμο, για τη διεκδίκηση των εδαφών της Οθωμανικής επαρχίας της Μακεδονίας, ο
οποίος αργότερα αποκλήθηκε «Μακεδονικός
Αγώνας». Στα έλη και τη λιμνοθάλασσα του Βάλτου όπως και σε ολόκληρη τη σημερινή βορειοδυτική Μακεδονία, οπλισμένες ομάδες ατάκτων που είχαν
επικεφαλής τους συνήθως αξιωματικούς του τακτικού στρατού, αλλά και αυτόκλητοι
οπλαρχηγοί προσπάθησαν να προσεγγίσουν ακόμη και με απροκάλυπτη βία τους ντόπιους
πληθυσμούς, στους οποίους ακόμη τότε το μοναδικό προσδιοριστικό στοιχείο ήταν
το θρήσκευμα, αλλά όχι η γλώσσα, ούτε η εθνική αυτοσυνειδησία. Επιπλέον, το Βουλγαρικό Κομιτάτο που διεύθυνε τις
επιχειρήσεις, θέλησε να προσεταιρισθεί την ορθόδοξη πίστη με την ανακήρυξη της δικής
του αυτοκέφαλης εκκλησίας (Εξαρχία). Ο αιματηρός εκείνος αγώνας έληξε
άδοξα -με εκατέρωθεν μεγάλες απώλειες- το 1908,
όταν ένα εθνικιστικό κίνημα που ανέλαβε
τα ηνία της οθωμανικού κράτους
υποσχέθηκε ισονομία, σεβασμό όλων των μειονοτήτων όπως και παραχώρηση
προνομίων.
Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936) |
Το καλοκαίρι του 1909 ξέσπασε στην Αθήνα ευρύ στρατιωτικό κίνημα μετά από πρωτοβουλία αρκετών
αξιωματικών που ήταν μέλη του «Στρατιωτικού
Συνδέσμου». Το κίνημα, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά -αλλά και διαθέτοντας
την ένθερμη λαϊκή στήριξη- επιβλήθηκε και εν-συνεχεία υποχρέωσε το βασιλιά να
δεχθεί πολλές μεταρρυθμίσεις. Την εξουσία πήρε το 1910 ο Κρης πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος, που από τη θέση
του πρωθυπουργού προχώρησε σε εκσυγχρονισμό
του στρατεύματος, προμήθεια νέων όπλων και συστημάτων, ενώ κάλεσε Γάλλους αξιωματικούς να προσφέρουν τα «φώτα»
τους στην εκπαίδευση των Ελλήνων
στρατιωτών. Η χώρα ξεπερνούσε την προηγούμενη παρακμή της σε όλα τα επίπεδα και
το φρόνημα λαού-στρατού ενισχύονταν. Είχε έρθει η στιγμή, η παραπαίουσα πια
σουλτανική εξουσία να καταλυθεί. Πράγματι και στην ίδια την Πόλη, οι
νεωτεριστές («νεότουρκοι») είχαν ήδη
υποχρεώσει το σουλτάνο Μαχμούτ Ε’ να
υποκύψει στις απαιτήσεις τους.
Έλληνες στρατιώτες. |
«Θύελλα» στα Βαλκάνια!
Το φθινόπωρο του 1912 οι κυβερνήσεις των χριστιανικών
λαών της Βαλκανικής (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο, αργότερα και η Ρουμανία) αποφάσισαν να κινηθούν
δραστικά. Υπογράφηκε μυστικά το «Βαλκανικό
Σύμφωνο» που όριζε ως στόχο του την ανάκτηση εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σύμφωνα και με
την πληθυσμιακή αναλογία τους. Όμως, καμία πρόνοια δεν λήφθηκε για τον τρόπο
που θα διανέμονταν οι νέες περιοχές (αφού απελευθερώνονταν) με συνέπεια ο
καθένας να αναμένει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, από την επερχόμενη σύγκρουση.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, πρώτο
το Μαυροβούνιο ζήτησε από την Πύλη να προχωρήσει σε αυτονόμηση εδαφών
και άλλες παραχωρήσεις, αλλά το τελεσίγραφο απορρίφθηκε δίχως συζήτηση. Ήταν το
έναυσμα για το ξέσπασμα του φονικού Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τον οποίο
γρήγορα διαδέχτηκε ο δεύτερος στη σειρά (1913). Η Ελλάδα εισέβαλε από το Νότο
στα αλύτρωτα εδάφη της Ηπείρου και
της Μακεδονίας απελευθερώνοντας
πολλές πόλεις και χωριά, μετά από σκληρότατους αγώνες. Οι Οθωμανοί αντιστάθηκαν γενναία, ωστόσο δεν άντεξαν στη μεγάλη πίεση από
τα πολλαπλά μέτωπα που τους κύκλωναν, ενώ ο πολυπληθής Βουλγαρικός στρατός ανέκοψε τον ανεφοδιασμό των
τουρκικών μονάδων από τις κύριες βάσεις τους.
Σημείο αιχμής η Θεσσαλονίκη!
Η Θεσσαλονίκη -λόγω της σπουδαιότητάς της-
ήταν το «μήλον της έριδος» και για
τους τρεις πιο ισχυρούς βαλκάνιους συμμάχους. Σέρβοι και Βούλγαροι (πρωτίστως)
τη διεκδικούσαν και ένας αγωνιώδης «αγώνας δρόμου» για την κατάληψή της,
σύντομα εκίνησε. Ενώ οι Βούλγαροι πλησίαζαν
ταχύτατα, η προέλαση του ελληνικού στρατού υπό την ηγεσία του αρχιστράτηγου-διάδοχου Κωνσταντίνου
(αργότερα Κωνσταντίνος Α’) κατευθύνθηκε
προς το Μοναστήριο, σημαντικό
εμπορικό κέντρο με πολυπληθή ελληνικό πληθυσμό. Από τη μεριά του ο
πρωθυπουργός, που διείδε τον κίνδυνο η Θεσσαλονίκη
να χαθεί, έδωσε εντολή στον
στρατάρχη να κινηθεί άμεσα προς την πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Ο Κωνσταντίνος,
δυσφορώντας αρχικά, αρνήθηκε, όμως η επιμονή
του Βενιζέλου σε συνδυασμό με την επέμβαση
του άνακτα-πατέρα του, τον έπεισαν να συνταχθεί με την επιθυμία των δύο
ανδρών.
Ο Ταξίν Πασάς, ενώ υπογράφει την παράδοση. |
Η λύτρωση μετά από 483 χρόνια!
Ανήμερα της
γιορτής του πολιούχου Αγίου της (Δημητρίου
του Μυροβλύτη), στις 26 Οκτωβρίου 1912, η πολυ-πολιτισμική Θεσσαλονίκη ανέπνευσε ελεύθερα, έπειτα
από μία σκλαβιά σχεδόν 5 αιώνων. Ο στρατιωτικός διοικητής της, Ταξίν
Πασάς διαπραγματεύθηκε έντιμα την παράδοση της πόλης στους Έλληνες στις 25 Οκτωβρίου, ενώ μόλις την προηγούμενη μέρα οι Βούλγαροι
είχαν μπει στις Σέρρες! Το βράδυ
της 26ης Οκτωβρίου
υπογράφτηκαν τα επίσημα πρωτόκολλα
παράδοσης της τουρκικής φρουράς και όλου του οπλισμού της στους εκπροσώπους της
ελληνικής στρατιάς Ιωάννη Μεταξά και Βίκτωρα Δούσμανη, ενώ λίγες ώρες πριν στην πόλη είχε εισέλθει πρώτη
η ελληνική VII Μεραρχία και δύο ευζωνικά αποσπάσματα. Δεύτεροι και... καταϊδρωμένοι μπήκαν στη Θεσσαλονίκη οι Βούλγαροι, εκ των οποίων επιτράπηκε να στρατοπεδεύσουν –συμβολικά
και με το πρόσχημα της ανάπαυσης- δύο τάγματα. Δύο 24ωρα μετά (28-10-1912) και υπό τις επευφημίες των Ελλήνων κατοίκων, εισήλθε έφιππος στη Θεσσαλονίκη
ο γηραιός αλλά πάντα ευσταλής βασιλιάς
Γεώργιος (στην ίδια πόλη όπου θα έβρισκε απρόοπτο και βίαιο θάνατο, λίγους
μήνες αργότερα) συνοδευόμενος από τον Κωνσταντίνο
και ολόκληρο το στρατιωτικό του επιτελείο. Ακολούθησε πανηγυρική δοξολογία και
απόδοση τιμών.
Δολοφονία του Γεωργίου Α' (30-3-1913) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου