Το 1828, σε μια ερειπωμένη καλύβα του δάσους Μέϊν
(Maine Forest) στις ΗΠΑ,
ανακαλύφθηκε εντελώς τυχαία ένα καλοδιατηρημένο χειρόγραφο, του οποίου η
αυθεντικότητα πιστοποιήθηκε αρκετές δεκαετίες αργότερα. Σήμερα, αποτελεί σπάνιο
έκθεμα του Μουσείου του Αγώνα Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
και χιλιάδες επισκεπτών έχουν καθημερινά την ευκαιρία να διαβάσουν μια
ψηφιοποιημένη απόδοσή του μέσω διαδικτύου, στην ιστοσελίδα της Αμερικανικής
Επανάστασης (www.american-revolution.us)
Πρόκειται για την ιστορία του θρυλικού
«Μπλεκ», του αρχηγού των κυνηγών του δάσους Μέϊν, που κατά τη διάρκεια των ετών
1776-83 πρωταγωνίστησε στον αγώνα κατά των Βρετανών αποικιοκρατών. Το 1954 οι
ιταλικές εκδόσεις "Dardo" εξασφάλισαν τα δικαιώματα του κειμένου και δημιούργησαν το πασίγνωστο
κόμικς, σε σχέδιο του καλλιτεχνικού τρίο των “EsseGesSe” (Sartoris, Guzzon, Sinchetto).
Κατόπιν ειδικής άδειας που παραχωρήθηκε από
τις παραπάνω εκδόσεις προς το "ΑΘΛΟΜΕΤΡΟ" δημοσιεύουμε μεταφρασμένο στα ελληνικά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του ανεκτίμητης αξίας αυτού έργου. Επισημαίνουμε ότι η διήγηση είναι σε πρώτο
πρόσωπο και εκτιμάται ότι έχει γραφεί από κάποιον τρίτο (καθώς ο Μπλεκ ήταν
αμόρφωτος), πιθανότατα τον συναγωνιστή του, καθηγητή Occultius ή τον δικηγόρο
της Βοστόνης Conoly.
"Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουνα κυνηγός.
Αλλά και τώρα που μεγάλωσα αρκετά το ίδιο κάνω. Ζω στο δάσος, μαζί με τα
πλάσματά του και το δάσος μου προσφέρει όσα χρειάζομαι για να ζήσω. Πάνε πολλά
χρόνια από τότε που ήμουνα νέος. Δυνατός και περήφανος αλλά χωρίς διάθεση να
ανοίξω πόλεμο με κανέναν. Μόνο τους φίλους μου τους κυνηγούς ήθελα να
προστατεύω και αυτό με έκανε να γίνω κάτι σαν αρχηγός τους. Το θελαν όλοι τους
αυτό, δε το ζήτησα, εκείνοι με αναγνώριζαν για καλύτερό τους, λόγω της
κορμοστασιάς και της ψυχής μου, που δε σήκωνε αγριάδες και φοβέρες από κανέναν.
Ούτε απ’ τα κόκκινα σακάκια, όπως τους λέγαμε τους Άγγλους, που εκείνο τον
καιρό δυνάστευαν τη χώρα μας, ενώ σήμερα είμαστε ελεύθεροι. Χάρις στον αγώνα
που μας ανάγκασαν με την απανθρωπιά τους να δώσουμε, τους διώξαμε από τη γη μας
και μείναμε εμείς οι άποικοι αφέντες, μαζί με τους κόκκινους αδελφούς.
Γεννήθηκα το πενήντα (σ.σ. εννοεί το 1750, προφανώς τη στιγμή που υπαγορεύεται
το κείμενο δεν έχει βγει ο 18ος αιώνας) από γονείς φτωχούς, αγρότες
που παλεύανε να τα φέρουν βόλτα για να ζήσουμε. Αδέλφια δεν είχα, γονείς μου
ήταν ο Roger Blake και η Ethel Martin, που ζήσανε μαζί για είκοσι χρόνια. Τους
έχασα ένα βράδυ με καταιγίδα, όταν είχαν βγει να μαζέψουν ξύλα για το τζάκι.
Τους χτύπησε κεραυνός στο δάσος και τους βρήκα αγκαλιασμένους με τα πρόσωπα
αγριεμένα να με κοιτάζουν μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Δε θα τους ξεχάσω ποτέ.
Ορκίστηκα να μη τα παρατήσω και αποφάσισα
τότε, 19 χρονών ήμουνα, πως μόνος μου θα ορίζω τη ζωή μου. Γράμματα δεν έμαθα,
το μόνο που με δίδαξε η πείρα ήταν να μη σκύβω το κεφάλι ποτέ, μόνο να παλεύω
με τις γροθιές μου.
Ξεκίνησα να στήνω παγίδες στα ζώα του δάσους
για να επιβιώσω. Ένα απόγευμα εκεί στο Maine που ζούσα (σ.σ.
εννοεί το δάσος Maine στο βορρά της χώρας) αισθάνθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μύρισα
καπνό και ένοιωσα το καψάλισμα από φωτιά στα ρουθούνια μου. Ένας καλός φίλος, ο
Henry Lassiter με το γιο του το Roddie, που χε τα μισά μου
χρόνια, μένανε εκεί κοντά. Έτρεξα και είδα την καλύβα τους να καίγεται και
εκείνους ξαπλωμένους κάτω, ακίνητους και μες τα αίματα. Ο πατέρας ήταν νεκρός,
όμως ο μικρός ζούσε και χάρηκε μόλις με είδε. Τον βοήθησα να σηκωθεί και όταν
μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του ήταν απαρηγόρητος. Τον έβαλα να ειδοποιήσει
τους κυνηγούς με τον καπνό κι εγώ έφυγα ολοταχώς στα ίχνη των φονιάδων..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου