(Γράφει ο Νίκος Δημ. Νικολαΐδης)
Χρόνο με το χρόνο, όλο και λιγοστεύουν τα παλιά, γραφικά σπιτάκια με τα κεραμίδια στις σκεπές και τους κήπους στις αυλές τους, που κάποτε αποτελούσαν ένα από τα «σήματα-κατατεθέντα» του Αιγάλεω, αλλά και των περισσότερων απ’ τις Αθηναϊκές γειτονιές.
Η ιστορία που κουβαλούσαν αυτά τα πανέμορφα κτίσματα είχε βαθιά τις ρίζες της στις πρώτες, βιαστικές και αρκετά πρόχειρες οικίες τις οποίες είχε αναγκασθεί να κατασκευάσει άρον-άρον το ελληνικό κράτος μετά τη συνθήκη της Λωζάνης (1923), που έθετε και επίσημα τέλος στο Μικρασιατικό πόλεμο.
Η αναγκαστική μετακίνηση τόσων εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που έφταναν κατά κύματα από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου μετά την απόφαση ανταλλαγής πληθυσμών, οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση σε σπασμωδικές λύσεις, καθώς το κρίσιμο ζητούμενο δεν ήταν αρχικά η στέγαση, αλλά η ίδια η επιβίωση των λιμοκτονούντων προσφύγων.
Θέατρα, σχολεία, στρατόπεδα, γήπεδα και άλλοι χώροι αποτέλεσαν προσωρινά καταλύματα για άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έως ότου δημιουργηθούν οι πρώτες παραγκουπόλεις στις παρυφές όλων των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά και σε πολλές επαρχιακές πρωτεύουσες.
Σταδιακά, οι υπηρεσίες του κράτους προχώρησαν σε παραχωρήσεις (έναντι σχετικά μικρού τιμήματος) νεόδμητων πλινθόκτιστων κατοικιών προς όσους δικαιούνταν αποζημιώσεις για τις απολεσθείσες περιουσίες τους στη Μικρά Ασία.
Κάθε «πρόσφυγξ» πάλεψε σκληρά, αφενός για να αποπληρώσει το χρέος του, αφετέρου για να προσθέσει στοιχειώδεις υποδομές στην καινούργια γη που χωρίς τη θέλησή του είχε αποκτήσει. Και το έκανε φυσικά με τα ίδια του τα χέρια, με βάση τις δικές του συνήθειες, τα ήθη και τις προτιμήσεις του, αλλά και αφήνοντας το ιδιαίτερο στίγμα του.
Σιγά-σιγά, τα πρώτα σπιτάκια μεταμορφώθηκαν χάρις στο γούστο και την υπομονή των ενοίκων τους, σε εκείνες τις όμορφες κατοικίες με τις φροντισμένες αυλές και τους κατάσπαρτους κήπους -που τουλάχιστον η δικιά μου γενιά πρόλαβε να γνωρίσει- και που στέγασαν τα όνειρα και τις ελπίδες μιας αμόλυντης παιδικότητας. Ωστόσο κάποτε έφθασε η ώρα του τέλους, αποτέλεσμα της εξέλιξης της κοινωνίας μας, αλλά και της ίδιας της ζωής.
Η απαίτηση για μια καλύτερη ποιότητα διαβίωσης απαλλαγμένη από την υγρασία των ισογείων, οι αυξανόμενες οικονομικές και οικογενειακές ανάγκες, το κίνητρο των εργολάβων για κέρδος, αλλά και η τάση των ‘70s που ήθελε τον Αθηναίο να διεκδικεί σημαντικό μερίδιο στην αναπτυσσόμενη αγορά ακινήτων, προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου έξαρση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Στο «πεδίο της εκσκαφής» υπέκυψαν τότε, αναγκαστικά και μοιραία, τα περισσότερα από τα πέτρινα οικοδομήματα της πόλης.
Σπιτάκια με φοίνικες, κυπαρίσσια και λεύκες παραχώρησαν τη θέση τους σε άχαρες πολυκατοικίες, που, δίχως καμία απολύτως αρχιτεκτονική πρωτοτυπία, άρχισαν να ξεφυτρώνουν αλόγιστα, παραμορφώνοντας με βάρβαρο τρόπο τη φυσιογνωμία του πευκόφυτου και δροσερού προαστίου την οποία διατηρούσε για τα αρχικά 30-40 χρόνια της ζωής του, το Αιγάλεω.
Από τα πρώτα, εξέχοντα «θύματα» αυτής της «μπουλντοζο-εποποιίας» που εντάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 για να συνεχιστεί αμείωτη έως και τις μέρες μας, υπήρξε μεταξύ άλλων και ένα από τα ελάχιστα (αν όχι το μοναδικό) νεοκλασικά κτίρια της πόλης μας, χτισμένο στη διασταύρωση των οδών Φιλιππουπόλεως και Μάρκου Μπότσαρη, κοντά στον Κηφισό.
Εντελώς άδικα, χάθηκε επίσης ένα χαρακτηριστικό απομεινάρι της Αιγαλιώτικης ρεμπέτικης ζωής στη δεκαετία του ‘50, το περίφημο «Πηγαδάκι» πάνω στην Ιερά Οδό. Επρόκειτο για ένα κέντρο διασκέδασης της εποχής με ολόκληρο τον περιβάλλοντα χώρο του που στόλιζαν αιωνόβια πεύκα, το οποίο, εγκαταλελειμμένο πια στη δεκαετία του ’70, είχε μετατραπεί σε ονειρεμένο παιδότοπο για την πιτσιρικαρία της γενιάς μου. Θα μπορούσε, εφόσον βεβαίως υπήρχε η σχετική βούληση, να έχει γίνει κάποια παρέμβαση για την έγκαιρη διάσωση και τη μετατροπή του (με την απαραίτητη ανάπλαση) σε ένα καλοκαιρινό σημείο αναψυχής, που τόσο έχει ανάγκη το Αιγάλεω. Σήμερα, στη θέση του υπάρχουν ο 5ος δημοτικός βρεφικός σταθμός «Μέριμνα», εμπορικά καταστήματα και η Ευαγγελική Εκκλησία.
Στον αντίποδα, «τυχερό» στάθηκε ένα άλλο υπέροχο σπίτι, που βρίσκεται στην οδό Γρηγορίου Κυδωνιών, το οποίο στεγάζει τις εγκαταστάσεις του ιδιωτικού παιδικού σταθμού «Γκομπολίνο» θυμίζοντας στους παλαιότερους πόσο πιο ανθρώπινο ήταν κάποτε το πρόσωπο αυτής της πόλης.
Χωρίς καμιά διάθεση μομφής προς τις εκάστοτε δημοτικές αρχές που πέρασαν, επισημαίνω ότι συχνότατα η ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν εκείνη που έχει βάλει κάποιο φραγμό στις συνεχείς απώλειες, με τη μορφή της δωρεάς ιστορικών κτισμάτων και τη δίκαια απαίτηση να παραμείνουν αυτά ως έχουν, σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «Κληροδότημα Ράπτη», μια παλιά μαιευτική κλινική στη συμβολή των οδών Σμύρνης και Κερασούντος, που από το 1988 χρησιμοποιείται σαν ο 1ος δημοτικός βρεφονηπιακός σταθμός με την επωνυμία «Ευαγγελίστρια», εις μνήμην της συζύγου του ιατρού-δωρητή.
Το ζητούμενο ωστόσο, είναι η ίδια η Πολιτεία να αντιληφθεί πως η διατήρηση της κάθε είδους κληρονομιάς μας (πολιτιστικής, εικαστικής, πολεοδομικής) δε μπορεί να επαφίεται εσαεί στην καλή πίστη, το μεράκι ή τις προσωπικές επιλογές των πολιτών, αλλά να αποτελεί ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ, που πέρα από την τυπική θεσμοθέτησή της (δεν αμφιβάλλουμε άλλωστε ότι υπάρχει) να είναι σε θέση, ευέλικτα, να παράγει ουσιαστικό και άμεσο έργο.
Μόνο έτσι, θα μπορούμε να αισθανόμαστε πως τιμούμε το παρελθόν μας, σεβόμενοι παράλληλα ένα μέλλον που δεν ανήκει σε εμάς, αλλά σε εκείνους που έρχονται.
Μπράβο πολυγραφότατε. Τώρα και φωτογράφος και λαογράφος!
ΑπάντησηΔιαγραφή