Μέρος 1ο
Η περιοχή που γεννήθηκα και ζω ήταν και παραμένει μια εργατούπολη. Κάποτε, στις απαρχές του βίου της, υποδέχθηκε πρόθυμα τα κατησχυμένα «καραβάνια» των ξεριζωμένων της Μικρασίας και τους πρόσφερε στο έδαφός της από μια στέγη και ένα κοπιαστικό μεροκάματο. Σήμερα, φιλοξενεί πλήθη αλλοδαπών μεταναστών που παλεύουν για τον ίδιο σκοπό με εκείνους τους πρώτους «σκαπανείς»: Για μια θέση στον ήλιο της επιβίωσης.
Απ’ τον τόπο μου πέρασαν πολλοί, μεταξύ τους και κάποιοι βάρβαροι, αρματωμένοι με ατσάλι κατακτητές, που τον πλήγωσαν, τον έκαψαν και τον κατέστρεψαν. Όμως δεν κατάφεραν να σβήσουν τη λεβεντιά και τη μεγαλοσύνη των κατοίκων του. Όσων είχαν ζυμωθεί με τον ιδρώτα και το μόχθο της βιοπάλης, είχαν αγαπήσει τα χώματά του και δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πεθάνει.
Τον τόπο, που ανάθρεψε, εκτός πολλών άλλων σπουδαίων ανθρώπων που έτυχε να γεννηθούν εδώ, και έναν κορυφαίο λαϊκό βάρδο. Που, παρότι μη γηγενής, τον λάτρεψε με όλη τη δύναμη της μαγκιώρικης ψυχούλας του. Μάλιστα ο ίδιος, είχε την έμπνευση να εφεύρει το πιο πετυχημένο ίσως παρατσούκλι για πόλη που ακούστηκε ποτέ. Την είπε «Αιγάλεω Σίτι» και την έκανε έτσι διεθνώς γνωστή! Πολλοί προσπάθησαν να «κλέψουν» και να οικειοποιηθούν για λογαριασμό της δικής τους γειτονιάς το δεύτερο συνθετικό, αλλά δεν τα κατάφεραν. «Σίτι» σ’ αυτή τη χώρα είναι ένα και μοναδικό και έτσι θα συνεχίσει. Και ο αείμνηστος ανάδοχος, από κει ψηλά που βρίσκεται εδώ και 19 ολάκερα χρόνια, καμαρώνει για το «βαφτιστήρι» του.
Γιατί ο Γιώργος Ζαμπέτας (περί ου φυσικά ο λόγος) όσο ζούσε ήταν ΜΟΝΟ ΑΙΓΑΛΕΩ. Σε πείσμα κάποιων άλλων που το λένε, αλλά δεν το πράττουν, εκείνος (ένας αθηναίος στην καταγωγή) εδώ ρίζωσε και βλάστισε. Δίπλα στα ρυάκια του Κηφισού και μέσα στους αμπελώνες του Βοτανικού κατάφευγε μαγεμένος από τους ήχους της καθαρής φύσης, για να σκαρώσει τις πρώτες, μοναδικές μελωδίες του αγαπημένου του μπουζουκιού, που αργότερα τον έκαναν πασίγνωστο σ’ όλη τη χώρα.
Στο γέρμα της πορείας, που βάσταξε μόνο 67 χρόνια, θέλησε να μας προσφέρει ορθάνοιχτο το βιβλίο της ζωής του, χάρις σε ένα κορίτσι που κέρδισε την εμπιστοσύνη του. Ήταν η δημοσιογράφος Ιωάννα Κλειάσιου που έγραψε βασισμένη στις διηγήσεις του, ένα υπέροχο ντοκουμέντο για το μεγάλο μουσικοσυνθέτη («Βίος & Πολιτεία του Γιώργου Ζαμπέτα, και η βρόχα έπιπτε ...στρέϊτ θρου!», εκδόσεις «Ντέφι» 1997). Μέσα από τις σελίδες του, πέρα απ’ τον καλλιτέχνη, ξεπηδά και ο άνθρωπος Ζαμπέτας, με όλες τις αδυναμίες και τα «χούγια» του. Αλλά και ο λάτρης της πόλης και τιμητής της. Που δε θέλησε να την εγκαταλείψει ποτέ. Δεν ήταν σαν τους άλλους, «...που έφυγαν για τα Ψυχικά, τις Κηφισιές, τις Εκάλες και το κέρατό τους...» όπως χαρακτηριστικά έλεγε, με τη δίχως περιστροφές ντομπροσύνη του.
Ωστόσο, η ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης αυτής, που είχαν ταυτόσημες τροχιές και που δεν διαχωρίζονται σχεδόν ποτέ στη συνείδηση φιλάθλων και μη ανά την επικράτεια, λίγο τον στεναχώρησε... Την είδε να ανεβαίνει, να φτάνει στο απόγειό της τα χρόνια του ’70, αλλά πρόφτασε να γευτεί από κείνη και μεγάλες πίκρες, καθώς την έζησε και στην απόλυτη παρακμή της, κάπου στα τέλη του ’80...
Απ’ το «τιμόνι» της ομάδας αυτής πέρασαν πολλοί, πρόεδροι, παράγοντες και προπονητές. Τη φανέλα της τίμησαν εκατοντάδες ποδοσφαιριστές, μεταξύ των οποίων και αρκετοί που το όνομά τους έμεινε ανεξίτηλα γραμμένο με ιδιαίτερα διακριτούς χαρακτήρες στο ανθολόγιο του ποδοσφαίρου μας. Όσα μεγάλα πέτυχαν, τα οφείλουν στην αθλητική τους αξία πρωτίστως, αλλά και στη γνήσια Αιγαλιώτικη «μαγκιά» του φίλαθλου κόσμου της. Που στάθηκε παραστάτης σε όλη αυτή την ιστορική παρέλαση, η οποία ξεκίνησε το φθινόπωρο του ’46 στα χωμάτινα γηπεδάκια της Αθήνας, για να καταλήξει 60 χρόνια αργότερα στα ευρωπαϊκά «σαλόνια».
Θεωρώ χρέος μου να υπενθυμίζω, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, αυτή την ιστορία περισσότερο για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να φρονιμεύουν στις κρίσεις τους όσον αφορά στο τιμημένο όνομα αυτής της ομάδας.
Ξαναγράφουμε λοιπόν την ιστορία του «Σίτι».
Σε ένα «γήπεδο» που παίζουμε, αυτή τη φορά, χωρίς αντίπαλο...
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου