(συνέντευξη στο Νίκο Δημ. Νικολαΐδη)
Αθλόμετρο: Αγαπητέ μου Χρήστο,
Κατ' αρχάς θα ήθελα να σε συγχαρώ για τη νέα συγγραφική σου προσπάθεια, για την οποία εύχομαι ολόψυχα να είναι καλοτάξιδη! Καθότι όμως ασχολείσαι με προσήλωση εδώ και πολλές δεκαετίες με τα τεκταινόμενα του ελληνικού ποδοσφαίρου (και όχι μόνο) θα ήθελες να σχολιάσεις, γενικότερα, την κατάσταση σε αυτό ;
Η κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι θλιβερή. Το πράγμα έχει ξεφύγει και έφτασε στο τέλμα. Η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει σε κατώτατα επίπεδα, όπως ήταν στις αρχές του ’60, ιδίως η Εθνική Ομάδα. Οι αιτίες είναι προφανώς γνωστές σε όλους τους φίλους του αθλήματος και οι υπαίτιοι υπαρκτοί και διάσημοι. Θα ήθελα να τις αριθμήσω: 1) Χωρίς να είμαι θιασώτης κανενός δικτατορικού καθεστώτος και το ξέρεις πολύ καλά αυτό, θα πω ότι πέρα από τις συγχωνεύσεις που έπραξε το τότε καθεστώς και τη διάλυση ομάδων σαν την Καλογρέζα, για πολιτικούς λόγους και ετσιθελικές ανόδους που οπωσδήποτε με βρίσκουν κάθετα αντίθετο, επί επταετίας έγιναν και καλά πράγματα. Είδαμε να υπάρχει Β’ Εθνική με τρεις ομίλους που κάλυπτε σχεδόν όλους τους νομούς της χώρας, είδαμε να χτίζονται στάδια μέσω των εσόδων του ΠΡΟ-ΠΟ, και έτσι να βγαίνουν πανελλαδικά πολλά ταλέντα που έπαιξαν ακόμη και στην Εθνική Ομάδα (π.χ. Μίμης Παπαϊωάννου, Δ. Παρίδης, Μίμης Δομάζος). Αυτό ήταν το αρχικό χτίσιμο. Με την επιστροφή στη δημοκρατία ιδρύθηκαν και η Γ΄ Εθνική και η Δ’ Εθνική ή περιφερειακό. Έτσι «φούντωσε» το ποδόσφαιρο, μπήκε στο «πετσί» του Έλληνα και πολλαπλασιάστηκαν τα ταλέντα. Το σύστημα αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια και είδαμε ομάδες «άγνωστες», όπως π.χ. οι Πόντιοι Βέροιας, και άλλες πιο γνωστές, όπως η Νάουσα, η Βέροια, η Λάρισα, που πήρε και πρωτάθλημα, η Παναχαϊκή, ο Πανελευσινιακός, η Καστοριά, ο Πανσερραϊκός, η Δόξα Δράμας κ.α. να εφοδιάζουν για αρκετό καιρό με πολύ αξιόλογους ποδοσφαιριστές τις «μεγάλες» ομάδες του άλλοτε Π.Ο.Κ. και της Θεσσαλονίκης, έτσι ώστε να ανέβει σε υψηλό επίπεδο το ελληνικό ποδόσφαιρο, έστω με αργά βήματα. Η μεν Αττική με το Αιγάλεω, τον Πανιώνιο, τον Απόλλωνα Αθηνών, την Προοδευτική, τον Εθνικό Πειραιώς παρουσίασαν μεγάλες ομάδες που έφτασαν να παίξουν, κάποιες από αυτές και στην Ευρώπη. Και η δε Θεσσαλονίκη με Π.Α.Ο.Κ., Άρη, Ηρακλή, Απόλλωνα Θεσσαλονίκης και Μακεδονικό, δεν έμεινε καθόλου πίσω.
Για να μη πολυλογούμε, το 2004 η Ελλάδα κατάκτησε το
πρωτάθλημα Ευρώπης. Αυτό «φόβισε», φαίνεται, τους παράγοντες των μεγάλων Π.Α.Ε.
που το μόνο που θέλουν από το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι δόξα και πολλαπλασιασμό
των εσόδων τους και το κατέστρεψαν ως «μονοφαγάδες», διατάσσοντας πολιτική
εξουσία και Ε.Π.Ο. να «μικρύνουν» τις κατηγορίες και να βλέπουμε πια όχι
πρωταθλήματα αλλά τουρνουά, με δέκα, δώδεκα, δεκατέσσερις ομάδες και με
πλέι-οφ, λες και το ποδόσφαιρο είναι μπάσκετ. Το σύστημα αυτό έφερε στη «σκιά»
τις ομάδες της Αττικής, τις εξουδετέρωσε στην κυριολεξία και από Θεσσαλονίκη
τον Άρη (μερικώς), τον Ηρακλή, τον Απόλλωνα Θεσσαλονίκης, που αντικαταστάθηκαν
με «άσημες» ομάδες προτεκτοράτα των μεγάλων Π.Α.Ε., που αντικατέστησαν τους
Έλληνες παίκτες με μία εντεκάδα ξένους. Δεν ξεχνάω τη δήλωση του Γιάννη
Βαρδινογιάννη («Τζίγκερ»), όταν η Εθνική προχωρούσε για την κατάκτηση του
πρωταθλήματος Ευρώπης: «Δεν βαριέσαι,
Ελλάδα είναι εδώ, μία αναλαμπή είναι» Τόσο «πίστευε» την άνοδο του
ελληνικού ποδοσφαίρου...
2) Τα τελευταία χρόνια παράγοντες μεγάλων ομάδων, αλλά
και η Πολιτεία ανεβοκατεβάζουν διοικήσεις στην Ε.Π.Ο. Έτσι η Ομοσπονδία, όχι
μόνο δεν είναι αμερόληπτη προς τις ομάδες, αλλά αποφασίζει μέσα από
αναδιαρθρώσεις που γίνονται μέσον όρο κάθε δύο χρόνια, την καταστροφή ιστορικών
ομάδων επειδή δεν είναι αρεστές στους μεγαλοπροέδρους και επειδή τη «χρηματική
πίτα» οι μεγάλες ομάδες που αν και πάμπλουτες είναι άπληστες και αδηφάγες, δεν
θέλουν να τη μοιράζονται με πολλές, για να παίρνουν πιο πολλά χρήματα.
3) Τα πρωταθλήματα διεξάγονται σύμφωνα με τη θέληση
συνδρομητικών καναλιών και με τους όρους που επιβάλλουν αυτά. Απαράδεκτο από
κάθε άποψη. Τα χρήματα φέρνουν σήψη και αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα στο
ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ως δημοσιογράφος που επί σειρά ετών έχεις αρθρογραφήσει στις δύο πιο γνωστές ελληνικές αθλητικές εφημερίδες, ποιες θα ήταν οι προτάσεις σου προς τους υπεύθυνους του ποδοσφαίρου μας, για τη βελτίωση της κατάστασης ;
Θεωρώ πως για να γίνει όπως παλιά και να ξαναγεμίσουν τα γήπεδα πρέπει όλα τα παραπάνω και αρκετά ακόμη (π.χ. αθλητική δικαιοσύνη) να εκλείψουν. Φυσικά δεν το πιστεύω γιατί εδώ στην Ελλάδα στο γενικό κατάντημά της σε όλα τα επίπεδα, δεν υπάρχουν μαχαίρια να μπαίνουν βαθιά. Η επιλογή, δε, ξένων διαιτητών και ειδικά αυτών από χώρες με κατώτερο ποδόσφαιρο από το δικό μας, είναι μία ντροπή για το ελληνικό ποδόσφαιρο και για αυτή τη ντροπή αποκλειστικά φέρουν την ευθύνη οι πρόεδροι των μεγάλων Π.Α.Ε., σε πρώτο πλάνο, αλλά και οι πρόεδροι των υπολοίπων ομάδων της «Σούπερ Λιγκ» που τους σιγοντάρουν.
Πως σου φαίνονται οι πρόσφατες εξελίξεις στο Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, με την αποσκίρτηση πολλών σπουδαίων συγκροτημάτων, τα οποία σκοπεύουν σε αυτόνομη πορεία ;
Ένας στίχος της Σώτιας Τσώτου, με τον Κώστα Χατζή λέει: «Ο φτωχός βαρυγκομάει, και ο πλούσιος θέλει και άλλα». Αυτό λοιπόν έκαναν οι ομάδες που αποστάτησαν. Έδειξαν όχι μόνο απληστία αλλά και μεγάλη αχαριστία προς την ΟΥΕΦΑ. Και αυτό γιατί ναι μεν έχουν πάμπλουτους ιδιοκτήτες, όμως τα υπερβολικά χρηματικά ποσά που έχει καθιερώσει η ΟΥΕΦΑ σε ομάδες που προχωρούν στο «Τσάμπιονς Λιγκ» ώθησαν τις ομάδες αυτές να προχωρήσουν σε δαπανηρές μετεγγραφές με τεράστια ανταλλάγματα και παράλληλα τις έφεραν σε θέσεις ισχυρού στις κληρώσεις, ώστε να προκρίνονται σχετικά άνετα στις επόμενες φάσεις. Ταυτόχρονα, «σαρώνουν» και τα πρωταθλήματα στις χώρες τους, αφού υπάρχει αθέμιτος οικονομικός ανταγωνισμός. Τη δεκαετία του ’80 στην Αγγλία πήρε πρωτάθλημα η Έβερτον και σε αυτή του ’90 η Μπλάκμπερν. Έτσι όπως έχουν καταντήσει τώρα τα πράγματα, με τα απίστευτα χρήματα της ΟΥΕΦΑ, θα περάσουν πολλές δεκαετίες έως ότου ξαναγίνει, αν ξαναγίνει, κάτι τέτοιο. Προσωπικά είμαι αντίθετος με το πως συμπληρώνονται οι όμιλοι του «Τσάμπιονς Λιγκ», με τα τρομερά ποσά που δίνονται στις ομάδες. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε τις ίδιες και τις ίδιες ομάδες στους τελικούς και βοηθά στο να επαναλαμβάνεται, κάθε χρόνο, η ίδια κατάσταση, δίχως εκπλήξεις. Κάτι ανάλογο, σε μικρογραφία ασφαλώς, έχουν πετύχει οι μεγάλες Π.Α.Ε. και στην Ελλάδα. Μήπως δεν είναι τουρνουά, τα πρωταθλήματα της «Σούπερ Λιγκ», της «Σούπερ Λιγκ 2» και της «Φούτμπολ Λιγκ» και της Γ΄ Εθνικής; Όπως το «Τσάμπιονς Λιγκ» είναι για συγκεκριμένες ομάδες, έτσι έχουμε και εδώ να παίζουν, για παράδειγμα, τέσσερις φορές στο ίδιο πρωτάθλημα, ομάδες που διαχρονικά δεν έχουν φιλάθλους και σε αγώνες άνευ βαθμολογικής αξίας. Αλλά για να επιστρέψουμε στα της Ευρώπης, ευτυχώς που οι οπαδοί των αποστατούντων σωματείων έδωσαν ηχηρή απάντηση – κυρίως στην Αγγλία- για τα σχέδιά τους. Δεν πρέπει να υπάρχει μόνο το πολύ χρήμα στο ποδόσφαιρο, αλλά να παραμένει το συναίσθημα και η «φανέλα». Το 2013 μία βραζιλιάνα φίλαθλος μου είχε πει: «Το ποδόσφαιρο έχει πια τελειώσει, τίποτα πλέον δεν είναι σαν παλιά. Το χρήμα παρέσυρε τα πάντα». Το 2019, μία ιστορική ομάδα της Αγγλίας, που σε τελικό Κυπέλλου είχε κάνει το πιο μεγάλο σκορ, η Μπέρυ (είχε νικήσει 6-0 τη Ντάρμπυ), διαλύθηκε, αν και είχε πετύχει άνοδο από την τέταρτη στην τρίτη κατηγορία. Κανείς δε νοιάστηκε για την ιστορία της παρά μόνο για τα χρέη της, τα οποία και την διέλυσαν...
Το νέο μου βιβλίο πραγματεύεται τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Με λίγα λόγια, ξεκινάει το 1964 και τελειώνει το καλοκαίρι του 1972. Είναι καθαρά ένα βιογραφικό έργο, για ανθρώπους με συναίσθημα, που επιθυμούν να γυρίσουν με τη σκέψη στα παιδικά τους χρόνια, και στα όνειρα που έκαναν. Το θεωρώ χρήσιμο και για τις νεώτερες γενιές, αφού πρέπει να μάθουν πως στη ζωή δεν είναι όλα «ξύλινα» και απόκοσμα, όπως σήμερα παρουσιάζονται. Πρέπει να γνωρίζουν ότι το συναίσθημα και το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπό τους, θα πρέπει να αποτελεί μέλημά τους και να κυνηγούν τη συντροφικότητα και την κοινωνικότητα, διότι αυτά είναι που μένουν τελικά, από την πρόσκαιρη παρουσία μας στη ζωή. Το βιβλίο μιλάει για τις συνήθειες των τότε χρόνων, για τα άδολα παιδικά παιχνίδια, τις «ζεστές καρδιές» (βέβαια και τότε υπήρχαν εξαιρέσεις, αλλά λίγες), τους πραγματικά σπουδαίους τότε εκπαιδευτικούς, τα όνειρα των μικρών παιδιών, ενώ γυρνάει και στην εποχή της γερμανικής κατοχής, με μία θλιβερή ιστορία. Κινείται κυρίως στην Πάτρα -όμως τότε σε όλη την Ελλάδα οι συνήθειες και οι γειτονιές ήταν ίδιες- αλλά και στην Αθήνα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στην τότε ομάδα του Αιγάλεω, καθώς όπως ξέρεις τη λατρεύω και την παρακολουθώ ανελλιπώς εδώ και 40 χρόνια. Όμως στο βιβλίο υπάρχει και περιγραφή αγώνα Παναχαϊκής – Πανιωνίου. Το πόνημα είναι εμπλουτισμένο με αρκετές φωτογραφίες, ρετρό και όχι μόνο, αλλά και πρόσφατες απ’ «του Σπιτιού μου το Στενό». Επίσης, αναφέρεται και στη μουσική της «χρυσής εποχής», με τους πολλούς θαυμάσιους συνθέτες, τραγουδιστές και στιχουργούς. Όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να παραγγείλει αντίτυπα του βιβλίου σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο της Ελλάδας, ενώ στην Αθήνα το βρίσκει απευθείας στην «Πολιτεία» και στον «Ιανό». Στην Πάτρα διατίθεται από το βιβλιοπωλείο «Discovery», Βούρβαχη 3, πλησίον της Πλατείας Γεωργίου Α’. Φυσικά μπορεί να γίνει παραγγελία από τις εκδόσεις «Δρόμων» (απογευματινή ώρα), όπως και στο σταθερό μου τηλέφωνο (210 5613056).
Γνωρίζω ότι η μουσική είναι η μεγάλη σου αγάπη. Πως θα σχολίαζες τις πρόσφατες απώλειες γνωστών καλλιτεχνών του χώρου και ποιοι πιστεύεις ότι αποτελούν την ελπιδοφόρα, νέα γενιά στον τομέα του ελληνικού πενταγράμμου ;
Αγαπητέ Νίκο είναι ηλίου φαεινότερον ότι κάθε σπουδαίος καλλιτέχνης από το χώρο της μουσικής ή του θεάτρου, που φεύγει από τη ζωή, αφήνει πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Βέβαια και κάποιος αδρανής, λόγω ηλικίας, δημιουργός όπως ο τεράστιος Μίκης Θεοδωράκης είναι πάντα ένα κενό. Σε μία πολιτεία πολιτισμού θα έπρεπε να υπάρχουν, αν όχι εξίσου ικανοί αναπληρωτές, πάντως κάποιοι άλλοι που να προσπαθούν να φτάσουν τους πρωτοπόρους ή και να τους διαδεχτούν. Αυτό γινόταν τη δεκαετία του ’60, με το Μίκη, το Μάνο Χατζηδάκι, το Σταύρο Κουγιουμτζή, το Μάνο Λοΐζο, τον Ξαρχάκο, το Γιάννη Γλέζο κ.α., που αναπλήρωσαν το κενό των τραγουδιστών και των συνθετών επάξια, στο προϋπάρχον ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, που είχαν ανοίξει το δρόμο της «χρυσής εποχής» της ελληνικής μουσικής. Ώσπου φτάσαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και όλα τελείωσαν. Οι σπουδαίοι και λόγω ηλικίας σταμάτησαν να γράφουν, αλλά το κυριότερο είναι ότι οι δισκογραφικές εταιρείες άλλαξαν το ρυθμό της ποιοτικής μουσικής με κάποιους νέους ερμηνευτές που ναι μεν «έπιασαν», καθώς, λόγω της έλλειψης ποιότητας έγιναν πρώτη επιλογή, αλλά από την άλλη λειτούργησαν ως «δούρειος ίππος». Ώσπου χάθηκε το βινύλιο, ήρθε η εποχή του CD, που ήταν το πιο εύκολο πράγμα, όσον αφορά την «πειρατεία» και οι εταιρείες έκλεισαν. Τώρα πια πρέπει να πληρώσουν οι καλλιτέχνες για να κάνουν μία δισκογραφική δουλειά σε μία εποχή που το μπουζούκι δεν χρησιμοποιείται για τη «Δραπετσώνα», τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί», αλλά για «σκυλοτράγουδα». Και η «άλωση» στην τέχνη ήταν η αρχή για την «άλωση» σε αξίες και αισθήματα. Νομίζω πως έχει πολύ «πατώσει» η χώρα μας, εκείνη που δίδαξε τον πολιτισμό σε όλον τον πλανήτη και η ίδια ζει στο σκοτάδι.
Και κάτι που αφορά την κοινωνία μας, συνολικά. Είσαι αισιόδοξος για την επιστροφή στην κανονικότητα, έπειτα από τη μεγάλη περιπέτεια της πανδημίας ;
Οι κορωνοϊοί υπάρχουν στη γη, πριν τον άνθρωπο. Ανά αιώνες μεταλάσσονται. Κωρονοϊός σημαίνει, λαϊκά, γρίπη. Υπήρξαν κατά καιρούς φονικές γρίπες, όπως πριν εκατό χρόνια η Ισπανική ή πάλι η Κινέζικη. Υπήρξαν και τεράστιες επιδημίες, όπως της πανούκλας, της χολέρας, η φυματίωση, η οστρακιά. Θεωρώ πως με τον τωρινό κορωνοϊό, δεν θα ξεμπερδέψουμε γρήγορα, γιατί «ήρθε» για να αλλάξει τον κόσμο. Και να κάνει πανίσχυρη την παγκοσμιοποίηση, κάτι που τόσο λαχταρούσαν και λαχταρούν οι μασονικές, ανά τον κόσμο στοές. Παγκοσμιοποίηση σημαίνει λαοί, έθνη να ξεχάσουν την ιστορία τους, σημαίνει εξάρτηση ανθρώπων από την ψηφιοποίηση των πάντων, τύποι «τσιμεντένιων» ανθρώπων χωρίς αισθήματα, εξαφάνιση επαγγελμάτων και γενικά κυριαρχία στη γη από τη φάρα των τραπεζιτών. Παράλληλα, παγκοσμιοποίηση σημαίνει χάσιμο ελευθερίας του ατόμου και απώλεια εργατικών δικαιωμάτων και παγκόσμια δικτατορία, που την πρώτη όψη της την έχουμε δει ήδη με αφορμή τον κορωνοϊό. Πως θα επανέλθουν στη δουλειά τους οι εργαζόμενοι που έχασαν την εργασία τους σε όλον τον κόσμο λόγω καραντίνας, πως θα ξανανοίξουν οι επιχειρήσεις που έκλεισαν; Πως θ’ ανεβούν τα σημερινά μεροκάματα της «πείνας» για να ενισχυθεί η οικονομία, ειδικά στην Ελλάδα που προέρχεται από σκληρά μνημόνια; Δυστυχώς για την ώρα βλέπω ένα μέλλον σκοτεινό, ιδιαίτερα για τα νέα παιδιά και μία αλλαγή παγκόσμια, όσον αφορά στο χαρακτήρα των μελλοντικών γενεών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου