(γράφει ο Νίκος Δημ. Νικολαΐδης)
Ξημέρωνε η
προτελευταία ημέρα του Σεπτέμβρη στον τέταρτο και τελευταίο χρόνο της φοβερής
Κατοχής (1941 - 1944) όταν η πόλη μας επρόκειτο να υποστεί το πιο αιματηρό
πλήγμα της ιστορίας της. Εκείνη η χρονιά είχε ήδη αποδειχθεί σαν η πλέον
ανυπόφορη της σκλαβιάς του λαού μας, καθώς τα ναζιστικά «θηρία»,
συνειδητοποιώντας ότι το τέλος της παρουσίας τους στην Ελλάδα αναμενόταν από
στιγμή σε στιγμή, όχι μόνο δεν έδειχναν σημεία μεταμέλειας για τα απάνθρωπα
εγκλήματά τους, αλλά επέτειναν το φρικώδες έργο τους με προφανή στόχο να
κατατρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, εξασφαλίζοντας έτσι την απρόσκοπτη αποχώρησή
τους απ’ την Αθηναϊκή πρωτεύουσα.
Σαν αφορμή για τη
σφαγή του Αιγάλεω που έθεσαν σε εφαρμογή εκείνο το μοιραίο πρωϊνό της 29ης
Σεπτεμβρίου του 1944, χρησιμοποίησαν μια ασήμαντη αψιμαχία, ένα χωρίς ουσία
επεισόδιο το οποίο είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα. Ένας γερμανός
μοτοσυκλετιστής που εκτελούσε χρέη ταχυδρόμου δέχθηκε έναν πυροβολισμό από
φυλάκιο του «Ε.Λ.Α.Σ.» που βρισκόταν σε μια γέφυρα του ποταμού Κηφισσού, στο
ύψος της σημερινής οδού Παλαιάς Καβάλας και ανατράπηκε, χωρίς καν να
τραυματιστεί. Ο στρατιώτης επέστρεψε στη βάση του επί της οδού Μαρκόνι και
ανέφερε το περιστατικό στους ανωτέρους του, με αποτέλεσμα το από καιρό
μελετημένο σχέδιο των κατακτητών να τεθεί σε άμεση εφαρμογή.
Λίγες μόνο ώρες
μετά, ξημερώματα ακόμη, δυο ισχυρά σώματα γερμανών ξεκίνησαν από δυο αντίθετες
κατευθύνσεις (ανατολικά και δυτικά) και εισήλθαν στο «Πυριτιδοποιείο» (όπως
τότε ονομαζόταν η περιοχή μας) αποκλείοντας τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου. Οι
Γερμανοί, που προηγουμένως είχαν πυροβολήσει και εκτελέσει αδιακρίτως
οποιονδήποτε βρισκόταν στο δρόμο τους, άρχισαν να ραντίζουν κατοικίες και
καταστήματα με μια λευκή (προφανώς εμπρηστική) ουσία και εν συνεχεία να βάζουν
φωτιά, αδιαφορώντας για την τύχη των κατοίκων.
Παράλληλα
εισέδυαν μέσα σε αυλές, αποθήκες, καμίνια (υπήρχαν πολλά τότε στην ευρύτερη
περιοχή) και γάζωναν με τα αυτόματά τους όποιον έβρισκαν. Σκηνές αλλοφροσύνης
εκτυλίχθηκαν επί ώρες, με μια οσμή καιόμενης σάρκας να αναδίδεται στην
ατμόσφαιρα την οποία κάλυπταν πυκνοί καπνοί. Λέγεται ότι ήταν η προσωπική
επέμβαση του τότε Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού αλλά και του Σουηδού πρέσβη που συνέτειναν στον περιορισμό του κακού. Μετά την
ολοκλήρωση της αποστολής για την οποία είχαν διαταχθεί, οι γερμανοί έφυγαν
εγκαταλείποντας πίσω τους περισσότερους από 100 νεκρούς πολίτες κάθε ηλικίας.
Για το έγκλημα αυτά κατά αθώων αμάχων, ουδείς, ποτέ λογοδότησε στη δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου