Αιγάλεω 1952: Άνω οι Τούσης, Αντύπας, Παπαποστόλου, Γεώργ.Τριανταφυλλίδης, Σταμπούλογλου, Μπαλαξίδης. Κάτω οι Κρέστας, Αντώνης Λιβανός, Μαρδίτσης, Τσάπος και Γράφας. |
Ο Τσάπος, τον οποίο προώθησε στην πρώτη ομάδα μαζί με τους Αντύπα, Μπαλακτσίδη και Αποστολίδη ο τότε προπονητής του Αιγάλεω Τρύφων Τζανετής, φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα του σωματείου στις 26 Οκτωβρίου του 1952 στο νικηφόρο παιχνίδι εναντίον της ομάδας του Χαλανδρίου για το πρωτάθλημα της Α2 κατηγορίας Αθηνών και σημείωσε μάλιστα το ένα από τα πέντε τέρματα του Αιγάλεω (τελικό σκορ 5-2 υπέρ του «Σίτι»).
Το 1954 η ομάδα πέτυχε να προαχθεί στην κορυφαία Αθηναϊκή κατηγορία, όπου ο Τσάπος για τέσσερα χρόνια (απουσίασε μόνο την περίοδο 1956-57) ξεδίπλωσε το μεγάλο του ταλέντο έχοντας ως αντιπάλους τους καλύτερους αμυντικούς της εποχής, στελέχη των ΑΕΚ, Παναθηναϊκού, Απόλλωνα, Πανιωνίου, Φωστήρα, Αστέρα Αθηνών κ.λ.π.
Το 1959-60 και το 1960-61 η ομάδα έλαβε μέρος (πέρα από την τοπική διοργάνωση) και σε ομίλους μίας μορφής Β’ Εθνικής, στην οποία ο Τσάπος συνεισέφερε με όλες του τις δυνάμεις για την προαγωγή του σωματείου έχοντας συμμετοχή και στους έξι «τελικούς» αγώνες εναντίον των Νίκης Βόλου, Ελευσίνας και Ασπίδας Ξάνθης που απέφεραν την πολυπόθητη άνοδο στην Α’ Εθνική.
Μιλήσαμε πρόσφατα με τον εξαιρετικό αυτό άνθρωπο, του οποίου η σεμνότητα και η ευγένεια τον κάνουν να ξεχωρίζει.
Ποια ήταν η κατάσταση όταν ξεκινήσατε να παίζετε ποδόσφαιρο;
Άρχισα το έτος 1945, 11 χρονών εγώ, στην τρίτη ομάδα του Αιγάλεω (στα «τσικό») με δικά μας πάνινα παπούτσια και κάλτσες και φανέλα και παντελονάκι του Αιγάλεω Α.Ο. Στα τέλη Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, το Αιγάλεω έπαιζε κάποιο φιλικό αγώνα. Πήγα λοιπόν στο γήπεδο (στις «λαμαρίνες») με την ελπίδα να μπορέσω να παρακολουθήσω το παιχνίδι, αν βέβαια τα κατάφερνα να μπω χωρίς εισιτήριο. Όπως καθόμουν δίπλα στην είσοδο έρχεται ο τότε τερματοφύλακας της ανδρικής ομάδας, ονόματι Εγγλέζος, με πιάνει από το χέρι και με περνάει μέσα, λέγοντάς μου αν θέλω να πάω στα αποδυτήρια, για να συμπεριληφθώ στη γ’ ομάδα-τσικό του Αιγάλεω. Κι αυτό για να συμπληρωθεί η ομάδα που θα έπαιρνε μέρος στην παρέλαση με τις άλλες δύο ομάδες Α΄και Β’. Η μόνη φανέλα που έλειπε ήταν εκείνη του τερματοφύλακα, την οποία φόρεσα εγώ. Μετά τον αγώνα αποφάσισα ότι θα με ενδιέφερε να παίξω ποδόσφαιρο στο Αιγάλεω και ζήτησα από τους γονείς μου να με γράψουν, όπως και έγινε. Δεκαπέντε χρόνων φόρεσα τη φανέλα της β’ όμάδας για δυο περίπου χρόνια με συμπαίκτες τους Αντύπα, Μπαλακτσίδη, Σεραφείδη, Σάββα Παπάζογλου, Μίλτο Παπαποστόλου, Στ. Χατζητσοπάνη, Ζουμπούλη, Αποστολίδη, Μανώλη Τσάπο, Λάκη Μαραμενίδη και άλλους που δε θυμάμαι πια.
Θυμίστε μας τα συναισθήματά σας όταν πρωτοφορέσατε τη φανέλα της ομάδας μας.
Ήταν Κυριακή, νωρίς το απόγευμα. Η β’ ομάδα του Αιγάλεω θα παίζαμε με τη β’ ομάδα της αντιπάλου, την οποία δε θυμάμαι. Ο τότε προπονητής δε με συμπεριέλαβε στη βασική ενδεκάδα και εγώ ήλπιζα ότι θα με χρησιμοποιούσε στο δεύτερο ημίχρονο. Όταν το παιχνίδι τελείωσε, μπήκα στα αποδυτήρια και άρχισα να γδύνομαι για να αλλάξω. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο προπονητής ο κ. Αβραμίδης και μου λέει «μην αλλάξεις. Θα παίξεις στην Ά ομάδα» Κόπηκαν τα γόνατά μου! Τότε έρχεται ο Αντώνης Λιβανός που με αγκάλιασε, δίνοντάς μου θάρρος κ.λ.π. Έτσι έπαιξα. Κι αυτό ήταν η αρχή της καριέρας μου, που δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Γήπεδα ξερά και μετά από κάθε αγώνα θάσουν πολύ τυχερός εάν έβγαινες χωρίς ματωμένα γδαρσίματα. Θυμάμαι μετά από αγώνα ότι η δεξιά μου πατούσα ήταν γεμάτη αίματα από καρφιά που βγήκαν από τις σκάρες. Ντους κάναμε με παγωμένο νερό. Η μπάλα όταν έβρεχε γινόταν 15% πιο βαριά από το κανονικό της βάρος. Κι άλλα πολλά…
Τι θα είχατε να πείτε για το φίλαθλο κόσμο του Αιγάλεω εκείνου του καιρού;
Εξαιρετικοί φίλαθλοι, μας αγαπούσαν πολύ και δεν έκαναν φασαρίες, δεν έβριζαν όπως σήμερα κάνουν δυστυχώς ορισμένοι νέοι.
Πιο ήταν το κλίμα στις σχέσεις με τους συμπαίκτες σας και τον προπονητή;
Είμασταν σαν αδέλφια, κάναμε παρέα μεταξύ μας. Όσον αφορά στους προπονητές, Τζανετή, Φρονημίδη, Σέλτσικα, Μάγειρα, ήταν όλοι τους καλοί άνθρωποι και εργατικοί, οικογενειάρχες, με αρχές τις οποίες μετέδιδαν και σε εμάς.
Τι στυλ σας χαρακτήριζε στο παιχνίδι;
Ταχύτητα, μυαλό (προγραμμάτιζα εγκαίρως 2-3 κινήσεις) και ομαδικότητα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα δεν έβλεπα τίποτε άλλο, παρά τον αγώνα. Εάν με ρωτούσε κάποιος αν είχε πολύ ή λίγο κόσμο στην εξέδρα, εγώ δε το γνώριζα. Μετά από κάθε προπόνηση ή αγώνα έκανα αυτοκριτική και προσπαθούσα να διορθώσω τα λάθη μου. Εκεί που υστερούσα, ήταν στη δύναμη. Αν έπαιζα σήμερα, ο προπονητής μου θα έβλεπε αυτή μου την αδυναμία και θα μ’έφτιαχνε με κατάλληλες ασκήσεις, βάρη κ.λ.π. Γιαυτό λέω ότι σήμερα που το ποδόσφαιρο διαθέτει πολλά μέσα, είναι καλύτερο από το ποδόσφαιρο της δικής μου εποχής. Οι παλιότεροι ποδοσφαιριστές είχαμε καλύτερη ατομική κατάρτιση λόγω αλάνας, όμως οι σημερινοί διαθέτουν αρτιότερη φυσική κατάσταση ένεκα συνθηκών ζωής.
Ποιος αντίπαλος σας δυσκόλεψε πιο πολύ;
Δε θυμάμαι ονόματα, θυμάμαι μόνο αυτούς οι οποίοι ήσαν γρήγοροι, έξυπνοι και λίγο περισσότερο σκληροί από αυτό που επιτρέπεται…
Ο Παντελής Τσάπος υπέστη το 1957 ένα σοβαρότατο τραυματισμό στο γόνατο, ο οποίος του στέρησε μια μεγάλη καριέρα στην ομάδα του ΠΑΟ. Έχει ακόμα όμως να λέει για το θαυμάσιο κλίμα που βρήκε στην ομάδα των «πρασίνων». Θα θυμηθεί:
«Λίγους μήνες πριν το συμβάν, με είχε …απαγάγει ο Παναθηναϊκός, στον οποίο υπέγραψα δελτίο με το ποσό των 15.000 δραχμών. Όμως το Αιγάλεω, παρότι είχε δώσει ήδη μετεγγραφή σε αρκετούς άλλους ποδοσφαιριστές, δεν ενέδιδε στη δική μου περίπτωση. Θα έπρεπε λοιπόν να μετεγγραφώ όχι με «ελευθέρα» αλλά με «διετή αποκλεισμό». Στο διάστημα αυτό έπαιξα σε όλα τα φιλικά, διεθνή ή εγχώρια, του ΠΑΟ. Είχα συμπαίκτες τους Λινοξυλάκη, Πετρόπουλο, Πανάκη, Σοφιανό κ.α. Ωστόσο, σε ένα παιχνίδι στην Ιεράπολη έγινε το κακό. Το χτύπημα που δέχθηκα ήταν τόσο βάρβαρο, που δυστυχώς το γόνατό μου δε συνήλθε ποτέ εντελώς».
Μετά τη λήξη της καριέρας του στο Αιγάλεω, ο Τσάπος προσελήφθη στην ελληνική πρεσβεία της Πράγας όπου ενσωματώθηκε στην ομάδα της Σπαρτάκ, διδασκόμενος πολλά από τους προπονητές της. «Εκεί έμαθα τη μεγαλύτερη μπάλα» προσθέτει. Το 1964 και μετά από παρότρυνση του αδελφού του Μανώλη (ο οποίος έκανε επίσης σπουδαία καριέρα στο Αιγάλεω ως ακραίος αμυντικός, από το 1951 έως το 1963) φθάνει στις ΗΠΑ και εντάσσεται στο δυναμικό των Hellenics, όπου αγωνίσθηκε έως το 1970. Στη συνέχεια επιστρέφει στη χώρα μας και αναλαμβάνει προπονητής αρκετών συλλόγων, με τις οποίες είχε πολλές επιτυχίες.
«Είχα παρακολουθήσει μαθήματα προπονητικής σε σχολή που διεύθυνε ο τότε εκλέκτορας της Εθνικής ομάδας Ιρλανδός Μπίλλυ Μπίγκαμ, μαζί με το βοηθό και διερμηνέα του, τον Αλκέτα Παναγούλια. Αμέσως μετά την αποφοίτησή μου ανέλαβα την ομάδα της Σύρου και στο δεύτερο χρόνο της παραμονής μου την ανέβασα από το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα στη Β’ Εθνική. Επόμενος σταθμός μου ήταν ο Παναρκαδικός, τον οποίο επίσης ανέβασα στη δεύτερη κατηγορία. Ακολούθησαν τα Χανιά (Β’ Εθνικής) με τα οποία φθάσαμε μια ανάσα από την Α΄ Εθνική, τερματίζοντας στη δεύτερη θέση (τότε ανέβαινε μόνο η πρωταθλήτρια κάθε ομίλου. Διάφορα δυσάρεστα συμβάντα με απογοήτευσαν τόσο, που απείχα για ένα ολόκληρο χρόνο. Με τα πολλά, με έπεισαν και ανέλαβα την Καρδίτσα που την κράτησα στη Β’ Εθνική. Μετά πήγα στο Μεσολόγγι, το οποίο αναμόρφωσα και πέτυχα να το ανεβάσω κατηγορία. Τέλος, εργάσθηκα στη Λαμία, με την οποία είχα επιτυχίες αλλά και προβλήματα από τη διοίκησή της που έκανε «λαδιές».
Το 1979 ο Παντελής Τσάπος αποφασίζει να ξαναφύγει για την Αμερική, προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του, όπως ο ίδιος μας λέει:
«Είχα δώσει εξετάσεις εδώ στην Ελλάδα για τη Γυμναστική Ακαδημία και με έκοψαν επειδή δεν έγραψα καλά στα…Θρησκευτικά! Αυτό δε το ξέχασα ποτέ» και συνεχίζει «Δεν ήθελα κάτι ανάλογο να συμβεί στις δύο μου κόρες».
Ο κ. Τσάπος άσκησε και στην Αμερική το επάγγελμα του προπονητή με μεγάλη συνέπεια. Εργάσθηκε στον «Παγκύπριο», στους «Γκρηκ Αμέρικανς», στον «Πόντο» και στον «Άτλαντα». Ασχολήθηκε πολύ με τις ομάδες της ομογένειας και επίσης ανέλαβε τα τμήματα υποδομής της ομάδας Νέων της HANAC στην Αστόρια, μια εμπειρία που αποτελεί την καλύτερη ανάμνηση της προπονητικής του καριέρας. Είναι παντρεμένος με την Ουρανία, με την οποία απέκτησε δύο κόρες που ζουν και εργάζονται στις ΗΠΑ. Η μεγάλη είναι ιατρός-επιστημονική ερευνήτρια και η μικρότερη υπηρετεί στο ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου